- βελονόφυλλος
- -η, -ο- (για δέντρο) αυτός που έχει φύλλα όμοια με βελόνες.[ΕΤΥΜΟΛ. < βελόνα + φύλλο. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στον Ν. Κ. Μάκαρο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βελόνα — Μικρό νησί του νοτιοδυτικού Αιγαίου. Βρίσκεται ανάμεσα στη Λέρο και στην Κάλυμνο. * * * η (AM βελόνη) 1. λεπτό μετάλλινο όργανο ραφής με αιχμηρή άκρη και τρύπα στο πλατύτερο μέρος του για να περνάει η κλωστή 2. η λεπτή αιχμή οποιουδήποτε… … Dictionary of Greek
σπανόφυλλος — ον, Α (για έλατο, πεύκο και άλλα δέντρα) αυτός που δεν είναι πλατύφυλλος, ο βελονόφυλλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπάνιος + φυλλος (< φύλλον), πρβλ. πολύ φυλλος] … Dictionary of Greek
φύλλο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 95 μ.) του νομού Καρδίτσας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (24 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, ο Αμπελώνας (υψόμ. 100 μ.). * * * το / φύλλον, ΝΜΑ 1. πεπλατυσμένη, συνήθως, πράσινη έκφυση τού… … Dictionary of Greek